προσφερμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσφερμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσφέρω, προσφέρομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
προσφερμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσφέρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσφερμένος
|