πτύον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πτῠο- | |||||
ονομαστική | τὸ | πτύον | τὰ | πτύᾰ | |
γενική | τοῦ | πτύου & πτυόφιν (επικός) |
τῶν | πτύων | |
δοτική | τῷ | πτύῳ | τοῖς | πτύοις | |
αιτιατική | τὸ | πτύον | τὰ | πτύᾰ | |
κλητική ὦ! | πτύον | πτύᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτύω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πτύοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτύον, (τεχνικός όρος) < θέμα πτυ- με πτ- αντί του αναμενόμενου αρχικού π- (όπως και πτόλεμος - πόλεμος, πτόλις - πόλις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pewH-, συγγενές με τη λατινική purus.[1] Δε σχετίζεται με το πτύω (φτύνω).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτύον ουδέτερο
- (εργαλείο) φτυάρι για λίχνισμα
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 588 (588-590)
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- Και ως από φτυάρι διάπλατο, σ᾽ ένα μεγάλο αλώνι, | τα μελαψά κουκιά σκιρτούν ή τα ρεβύθια πέρα, | καθώς αέρας τα φυσά και ο λιχνιστής τα παίζει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ πλατέος πτυόφιν μεγάλην κατ᾽ ἀλωὴν | θρῴσκωσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι, | πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ,
- ≈ συνώνυμα: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 588 (588-590)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «φτυάρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- πτύον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτύον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Τεχνικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pewH- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εργαλεία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)