πτύων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πτύον, πτῦον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πτῡοντ-
ονομαστική πτύων πτύουσ τὸ πτῦον
      γενική τοῦ πτύοντος τῆς πτυούσης τοῦ πτύοντος
      δοτική τῷ πτύοντ τῇ πτυούσ τῷ πτύοντ
    αιτιατική τὸν πτύοντ τὴν πτύουσᾰν τὸ πτῦον
     κλητική ! πτύων πτύουσ πτῦον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτύοντες αἱ πτύουσαι τὰ πτύοντ
      γενική τῶν πτυόντων τῶν πτυουσῶν τῶν πτυόντων
      δοτική τοῖς πτύουσῐ(ν) ταῖς πτυούσαις τοῖς πτύουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πτύοντᾰς τὰς πτυούσᾱς τὰ πτύοντ
     κλητική ! πτύοντες πτύουσαι πτύοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτύοντε τὼ πτυούσ τὼ πτύοντε
      γεν-δοτ τοῖν πτυόντοιν τοῖν πτυούσαιν τοῖν πτυόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

πτύων

Πηγές[επεξεργασία]