πτύων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
πτῡοντ- | |||||||
ονομαστική | ὁ | πτύων | ἡ | πτύουσᾰ | τὸ | πτῦον | |
γενική | τοῦ | πτύοντος | τῆς | πτυούσης | τοῦ | πτύοντος | |
δοτική | τῷ | πτύοντῐ | τῇ | πτυούσῃ | τῷ | πτύοντῐ | |
αιτιατική | τὸν | πτύοντᾰ | τὴν | πτύουσᾰν | τὸ | πτῦον | |
κλητική ὦ! | πτύων | πτύουσᾰ | πτῦον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | πτύοντες | αἱ | πτύουσαι | τὰ | πτύοντᾰ | |
γενική | τῶν | πτυόντων | τῶν | πτυουσῶν | τῶν | πτυόντων | |
δοτική | τοῖς | πτύουσῐ(ν) | ταῖς | πτυούσαις | τοῖς | πτύουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τοὺς | πτύοντᾰς | τὰς | πτυούσᾱς | τὰ | πτύοντᾰ | |
κλητική ὦ! | πτύοντες | πτύουσαι | πτύοντᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτύοντε | τὼ | πτυούσᾱ | τὼ | πτύοντε | |
γεν-δοτ | τοῖν | πτυόντοιν | τοῖν | πτυούσαιν | τοῖν | πτυόντοιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
πτύων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πτύω
Πηγές[επεξεργασία]
- πτύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λύων' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)