πόσθων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πόσθων

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πόσθων οἱ πόσθωνες
      γενική τοῦ πόσθωνος τῶν ποσθώνων
      δοτική τῷ πόσθων τοῖς πόσθωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πόσθων τοὺς πόσθωνᾰς
     κλητική ! πόσθων πόσθωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόσθωνε
γεν-δοτ τοῖν  ποσθώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πόσθων < πόσθ(η) + -ων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πόσθων αρσενικό

  1. αυτός που έχει μεγάλο ή δυνατό πέος, ο ψωλαράς
  2. το αγοράκι (στον Αριστοφάνηδραστήριο, δυναμικό αγόρι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]