σακχαρομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακχαρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική saccharométrie < ελληνιστική κοινή σάκχαρον / σάκχαρις + αρχαία ελληνική μέτρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακχαρομετρία θηλυκό
- επιστημονική μέθοδος μέτρησης της περιεκτικότητας σε σάκχαρα ενός υγρού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- σακχαρομετρικός
- σακχαρόμετρο
- → δείτε τις λέξεις σάκχαρο, ζάχαρη και μέτρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σακχαρομετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)