σαλταδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαλταδόρος < (άμεσο δάνειο) βενετική saltador + -ος < salta < ιταλικά salto (πβ. σάλτο) < λατινικά saltus < salio (=πηδάω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαλταδόρος αρσενικό (λαϊκότροπο)
- αυτός που μπορεί να σαλτάρει, να κάνει άλματα
- (παρωχημένο) (κατά τη γερμανική κατοχή) αυτός που σάλταρε σε οχήματα των Γερμανών κατακτητών, για να αρπάξει διάφορα χρήσιμα είδη (τρόφιμα, λάστιχα κ.ά.)
- Σαλταδόρος (Τίτλος τραγουδιού σε στίχους και μουσική του Μιχάλη Γενίτσαρη)
- (μικρο)απατεώνας, κλεφταράκος
- αυτός που αποκτά υψηλά αξιώματα και θέσεις με ανήθικα ή αθέμιτα μέσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αδόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)