σεισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμένος η σεισμένη το σεισμένο
      γενική του σεισμένου της σεισμένης του σεισμένου
    αιτιατική τον σεισμένο τη σεισμένη το σεισμένο
     κλητική σεισμένε σεισμένη σεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμένοι οι σεισμένες τα σεισμένα
      γενική των σεισμένων των σεισμένων των σεισμένων
    αιτιατική τους σεισμένους τις σεισμένες τα σεισμένα
     κλητική σεισμένοι σεισμένες σεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σείω, σείομαι]]

Μετοχή[επεξεργασία]

σεισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]