σκᾶπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκάπος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκᾶπος οἱ σκᾶποι
      γενική τοῦ σκάπου τῶν σκάπων
      δοτική τῷ σκάπ τοῖς σκάποις
    αιτιατική τὸν σκᾶπον τοὺς σκάπους
     κλητική ! σκᾶπε σκᾶποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκάπω
γεν-δοτ τοῖν  σκάποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκᾶπος < → δείτε τη λέξη σκῆπτρον και τη λατινική scapus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκᾶπος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή) στον Ησύχιο

  1. δωρικός τύπος του σκῆπτρον
  2. <σκᾶπος>· κλάδος. καὶ ἄνεμος ποιός ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Σ)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]