σπαχής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπαχής | οι | σπαχήδες |
γενική | του | σπαχή | των | σπαχήδων |
αιτιατική | τον | σπαχή | τους | σπαχήδες |
κλητική | σπαχή | σπαχήδες | ||
όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαχής < τουρκική ispahi < περσική سپاه (seˈpɒːh: στρατός) < μέση περσική spʾh / 𐭮𐭯𐭠𐭧 (spāh) < πρωτοϊρανική *ĉwáHdaH < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwéh₁-dʰ-o-h₁ < *ḱweh₁- / *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι σπουδαίος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαχής αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σπαχής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση περσική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊρανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)