σπουργίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουργίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπουργίτης < ανάπτυξη προτακτικού σ- + αρχαία ελληνική πυργίτης από τη φράση «στρουθός πυργίτης», (λόγω της συνήθειας των πουλιών να φωλιάζουν σε κοιλώματα και τρύπες τειχών και πύργων) με τροπή [i] > [u] < πύργ(ος) + -ίτης[1] Το προτακτικό [s], από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική πληθυντικού ([tus p...] > [tusp..] > [tus sp...][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spuɾˈʝi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπουρ‐γί‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπουργίτης αρσενικό
- (ορνιθολογία) → δείτε τη λέξη σπουργίτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπουργίτης
|
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «σπουργίτης» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ορνιθολογία (νέα ελληνικά)