συμμετοχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμετοχικός η συμμετοχική το συμμετοχικό
      γενική του συμμετοχικού της συμμετοχικής του συμμετοχικού
    αιτιατική τον συμμετοχικό τη συμμετοχική το συμμετοχικό
     κλητική συμμετοχικέ συμμετοχική συμμετοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμετοχικοί οι συμμετοχικές τα συμμετοχικά
      γενική των συμμετοχικών των συμμετοχικών των συμμετοχικών
    αιτιατική τους συμμετοχικούς τις συμμετοχικές τα συμμετοχικά
     κλητική συμμετοχικοί συμμετοχικές συμμετοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμμετοχικός < συμμετοχή + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική participation[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική participatif[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική participatory[2])

Επίθετο

[επεξεργασία]

συμμετοχικός, -ή, -ό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συμμετοχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 συμμετοχικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)