συμμετοχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμμετοχικός < συμμετοχή + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική participation[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική participatif[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική participatory[2])
Επίθετο
[επεξεργασία]συμμετοχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με συμμετοχή, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προϋποθέτει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμμετοχικά
- συμμετοχικότητα
- → δείτε τις λέξεις συμμετέχω, μετέχω και έχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμμετοχικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συμμετοχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 συμμετοχικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)