σφιχτοχέρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφιχτοχέρικος < σφιχτοχέρης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
σφιχτοχέρικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με σφιχτοχέρη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σφιχτοχέρικα
- → δείτε τις λέξεις σφιχτοχέρης, σφιχτός και χέρι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφιχτοχέρικος
|