σφουγγοκωλάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σφουγγοκωλάριος | οι | σφουγγοκωλάριοι |
γενική | του | σφουγγοκωλάριου & σφουγγοκωλαρίου |
των | σφουγγοκωλάριων & σφουγγοκωλαρίων |
αιτιατική | τον | σφουγγοκωλάριο | τους | σφουγγοκωλάριους & σφουγγοκωλαρίους |
κλητική | σφουγγοκωλάριε | σφουγγοκωλάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφουγγοκωλάριος αρσενικό
- (μειωτικό) (υβριστικό) (προφορικό) εκείνος που καθαρίζει τον πισινό των ισχυρών προσώπων απο τις βρωμιές που παράγουν και (κατʼ επέκταση) ο γλείφτης, ο χαμερπής, ο κόλακας, το καρφί, το τσιράκι, ο αχυράνθρωπος που εκπροσωπεί τα αφεντικά, το παιδί για όλες τις δουλειές, αλλά μόνον εκείνων που είναι ισχυροί ή πλούσιοι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κωλοσφούγγι
- κωλόπανον (μεσαιωνικό)
- κωλόχαρτο
- κωλογλείφτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφουγγοκωλάριος
|