τάγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάγια οι τάγιες
      γενική της τάγιας
    αιτιατική την τάγια τις τάγιες
     κλητική τάγια τάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάγια < (άμεσο δάνειο) βενετική tagia < tagiar (κόβω)[1] → και δείτε τη λέξη τάλια (< ιταλική taglia)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈta.ʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐λια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάγια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα με ταλια-

θέμα με ταγια-

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]