ταυτοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυτοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταυτοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ταυτοποιημένος, -η, -ο
- που έχει ταυτοποιηθεί, έχει εξακριβωθεί ότι κάτι όντως είναι αυτό που δηλώνεται ότι είναι
- ταυτοποιημένο δακτυλικό αποτύπωμα (ότι ανήκει στον τάδε) / ταυτοποιημένη διεύθυνση (εξακρίβωση ότι η διεύθυνση που αναφέρεται είναι όντως η ίδια π.χ. με της ταυτότητας ή του διαβατηρίου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτοποιημένος