ταυτόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταυτόφωνος < ελληνιστική κοινή ταὐτόφωνος < αρχαία ελληνική ταὐτός + φωνή
Επίθετο
[επεξεργασία]ταυτόφωνος, -η, -ο
- που αποδίδεται με ταυτοφωνία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ταυτοφωνία
- ταυτοφωνώ
- → δείτε τις λέξεις αυτός και φωνή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταυτόφωνος
|