τετραγωνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραγωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τετραγωνίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
τετραγωνισμένος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει σχήμα με ορθές γωνίες (σχήμα ορθογώνιο)
- Αυτός ο οβάλ καθρέφτης δεν ταίριαζε στο δωμάτιο, γι΄αυτό τον αντικατέστησα με έναν τετραγωνισμένο.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραγωνισμένος
|