υλοτόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑλοτόμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλοτόμος οι υλοτόμοι
      γενική του υλοτόμου των υλοτόμων
    αιτιατική τον υλοτόμο τους υλοτόμους
     κλητική υλοτόμε υλοτόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλοτόμος < αρχαία ελληνική ὑλοτόμος < ὕλη (δάσος) + -τόμος (τέμνω = κόβω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υλοτόμος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]