υπερβαρύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβαρύς η υπερβαριά
υπερβαρεία
το υπερβαρύ
      γενική του υπερβαριού, υπερβαρύ
υπερβαρέος
της υπερβαριάς
υπερβαρείας
του υπερβαριού, υπερβαρύ
υπερβαρέος
    αιτιατική τον υπερβαρύ την υπερβαριά
υπερβαρεία
το υπερβαρύ
     κλητική υπερβαρύ υπερβαριά
υπερβαρεία
υπερβαρύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβαριοί
υπερβαρείς
οι υπερβαριές
υπερβαρείες
τα υπερβαριά
υπερβαρέα
      γενική των υπερβαριών
υπερβαρέων
των υπερβαριών
υπερβαρειών
των υπερβαριών
υπερβαρέων
    αιτιατική τους υπερβαριούς
υπερβαρείς
τις υπερβαριές
υπερβαρείες
τα υπερβαριά
υπερβαρέα
     κλητική υπερβαριοί
υπερβαρείς
υπερβαριές
υπερβαρείες
υπερβαριά
υπερβαρέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερβαρύς < ελληνιστική κοινή ὑπερβαρύς[1] / ὑπέρβαρυς / ὑπέρβαρής < αρχαία ελληνική ὑπέρ + βαρύς

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερβαρύς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. υπερβαρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.