υπερπροστατευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπροστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερπροστατεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]υπερπροστατευμένος, -η, -ο
- που κάποιοι τον προστατεύουν υπέρμετρα, συνήθως για άτομα με υπερπροστατευτικούς γονείς αλλά και γενικά για όσους έχουν περιβάλλον που τους προστατεύει περισσότερο από όσο συνηθίζεται
- → δείτε τη λέξη προστατεύω