υπερπροσφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- υπερπροσφορά < υπέρ (υπερβάλλουσα, που ξεπερνά) + προσφορά (οικονομικός όρος, η διαθέσιμη ποσότητα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπροσφορά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπροσφορά
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- υπερπροσφορά < υπέρ (<υπερβολική, υπέρμετρη) + προσφορά (με την σημασία της ευκαιρίας, της έκπτωσης στην τιμή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπροσφορά θηλυκό
- (εμπόριο) πώληση εμπορευμάτων ή υπηρεσιών σε πολύ μειωμένη τιμή, που θεωρείται μεγάλη ή σούπερ προσφορά προς το αγοραστικό κοινό, λόγω της εξαιρετικής έκπτωσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)