φέλπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φέλπα οι φέλπες
      γενική της φέλπας των (φελπών)
    αιτιατική τη φέλπα τις φέλπες
     κλητική φέλπα φέλπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φέλπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική felpa [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfel.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέλ‐πα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φέλπα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]