φιλάρετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φιλάρετος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλάρετος τὸ φιλάρετον
      γενική τοῦ/τῆς φιλαρέτου τοῦ φιλαρέτου
      δοτική τῷ/τῇ φιλαρέτ τῷ φιλαρέτ
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλάρετον τὸ φιλάρετον
     κλητική ! φιλάρετε φιλάρετον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλάρετοι τὰ φιλάρετ
      γενική τῶν φιλαρέτων τῶν φιλαρέτων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλαρέτοις τοῖς φιλαρέτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλαρέτους τὰ φιλάρετ
     κλητική ! φιλάρετοι φιλάρετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλαρέτω τὼ φιλαρέτω
      γεν-δοτ τοῖν φιλαρέτοιν τοῖν φιλαρέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλάρετος < φιλ- + ἀρετή + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλάρετος, -ος, -ον

Πηγές[επεξεργασία]