φιλόπτωχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλόπτωχος, ος, ο < μεσαιωνική ελληνική φιλόπτωχος < φίλος + πτωχός
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόπτωχος, η, ο(διατηρεί λόγια και το φιλόπτωχος στο θηλυκό)
- ο φιλάνθρωπος, που βοηθά τους φτωχούς με τρόφιμα ή ρούχα και σπανίως με χρήματα
- ο φιλανθρωπικός (σύλλογος, δραστηριότητα, ταμείο) που βοηθά απόρους
- (με ειρωνική πτυχή), ο αστός ή μικροαστός που ασχολείται με φιλανθρωπίες στο πλαίσιο κοινωνικής δραστηριότητας για το θεαθήναι ή ο σύλλογος ή φορέας που χορηγεί χρήματα σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες επειδή τα αντίστοιχα ποσά εκπίπτουν από την εφορία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόπτωχος
|