φιλόπτωχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόπτωχος η φιλόπτωχη το φιλόπτωχο
      γενική του φιλόπτωχου της φιλόπτωχης του φιλόπτωχου
    αιτιατική τον φιλόπτωχο τη φιλόπτωχη το φιλόπτωχο
     κλητική φιλόπτωχε φιλόπτωχη φιλόπτωχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόπτωχοι οι φιλόπτωχες τα φιλόπτωχα
      γενική των φιλόπτωχων των φιλόπτωχων των φιλόπτωχων
    αιτιατική τους φιλόπτωχους τις φιλόπτωχες τα φιλόπτωχα
     κλητική φιλόπτωχοι φιλόπτωχες φιλόπτωχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλόπτωχος, ος, ο < μεσαιωνική ελληνική φιλόπτωχος < φίλος + πτωχός

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλόπτωχος, η, ο(διατηρεί λόγια και το φιλόπτωχος στο θηλυκό)

  1. ο φιλάνθρωπος, που βοηθά τους φτωχούς με τρόφιμα ή ρούχα και σπανίως με χρήματα
  2. ο φιλανθρωπικός (σύλλογος, δραστηριότητα, ταμείο) που βοηθά απόρους
  3. (με ειρωνική πτυχή), ο αστός ή μικροαστός που ασχολείται με φιλανθρωπίες στο πλαίσιο κοινωνικής δραστηριότητας για το θεαθήναι ή ο σύλλογος ή φορέας που χορηγεί χρήματα σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες επειδή τα αντίστοιχα ποσά εκπίπτουν από την εφορία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]