φυσητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi.siˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐ση‐τής

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φυσητής



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυσητής οἱ φυσηταί
      γενική τοῦ φυσητοῦ τῶν φυσητῶν
      δοτική τῷ φυσητ τοῖς φυσηταῖς
    αιτιατική τὸν φυσητήν τοὺς φυσητᾱ́ς
     κλητική ! φυσητᾰ́ φυσηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φυσηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσητής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φυσάω, φυση- + -τής < φῦσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσητής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]