χαλιναγωγημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλιναγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου χαλιναγωγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χαλιναγωγημένος, χαλιναγωγημένη, χαλιναγωγημένο
- που τελεί υπό έλεγχο, έχει αναστολές επιβεβλημένες από εξωγενείς παράγοντες ή από δική του αυτοσυγκράτηση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλιναγωγημένος
|