χαμαίμηλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμαίμηλον < ελληνιστική κοινή χαμαίμηλον < αρχαία ελληνική χαμαί + μῆλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμαίμηλον ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χαμαίμηλον τὰ χαμαίμηλ
      γενική τοῦ χαμαιμήλου τῶν χαμαιμήλων
      δοτική τῷ χαμαιμήλ τοῖς χαμαιμήλοις
    αιτιατική τὸ χαμαίμηλον τὰ χαμαίμηλ
     κλητική ! χαμαίμηλον χαμαίμηλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαιμήλω
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιμήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή) < χαμαί + μῆλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμαίμηλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • χαμομήλι
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De simplicium medicamentorum temperamentis ac facultatibus I-VI, 6.1.47 @scaife.perseus
    [μζ. Περὶ ἀνθεμίδος.] Ἀνθεμὶς ἢ χαμαίμηλον. εἴρηται μὲν κᾀν τῷ τρίτῳ γράμματι περὶ ταύτης τῆς πόας ἐπὶ πλέον. εἰρήσεται δὲ καὶ νῦν ἐν κεφαλῇ, ὡς ξηραίνει καὶ θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν.
    ※  2ος↓ αιώνας Δισκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, (De materia medica), 3.137.1, @scaife.perseus
    ἀνθεμίς· οἱ δὲ λευκάνθεμον, οἱ δὲ ἠράνθεμον, ἐπεὶ [*] [*] [*] [*] [*] [*] [*] ἔαρος ἀνθεῖ, οἱ δὲ χαμαίμηλον διὰ τὴν πρὸς τὰ μῆλα ὁμοιότητα τῆς ὀσμῆς, οἱ δὲ μηλάνθεμον, οἱ δὲ χρυσοκαλλίαν, οἱ δὲ καλλίαν καλοῦσι.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

χαμαίμηλον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: χαμόμηλον
νέα ελληνικά: χαμομήλι
λατινικά: chamaemēlon
μεσαιωνικά λατινικά: camomilla
γερμανικά: Kamille
πορτογαλικά: camomila
υστερολατινικά: camomilla
ιταλικά: camomilla
ισπανικά: camomila
παλαιά γαλλικά: camomille
μέση αγγλική: camamille
αγγλικά: camomile

Πηγές[επεξεργασία]