χαριτόβρυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαριτόβρυτος η χαριτόβρυτη το χαριτόβρυτο
      γενική του χαριτόβρυτου της χαριτόβρυτης του χαριτόβρυτου
    αιτιατική τον χαριτόβρυτο τη χαριτόβρυτη το χαριτόβρυτο
     κλητική χαριτόβρυτε χαριτόβρυτη χαριτόβρυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαριτόβρυτοι οι χαριτόβρυτες τα χαριτόβρυτα
      γενική των χαριτόβρυτων των χαριτόβρυτων των χαριτόβρυτων
    αιτιατική τους χαριτόβρυτους τις χαριτόβρυτες τα χαριτόβρυτα
     κλητική χαριτόβρυτοι χαριτόβρυτες χαριτόβρυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαριτόβρυτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χαριτόβρυτος < αρχαία ελληνική χάρις (χαριτ-) + -ό- + βρύω + -τος[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

χαριτόβρυτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]