χαρτζιλικωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτζιλικωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαρτζιλικώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]χαρτζιλικωμένος, -η, -ο
- που του έχει δοθεί ή του δίνεται χαρτζιλίκι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτζιλικωμένος
|