χαρτωσιά
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | χαρτωσιά | χαρτωσιές |
γενική | χαρτωσιάς | χαρτωσιών |
αιτιατική | χαρτωσιά | χαρτωσιές |
κλητική | χαρτωσιά | χαρτωσιές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτωσιά < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτωσιά θηλυκό
- στα παιχνίδια με τραπουλόχαρτα είναι και η διαδικασία κατά την οποία κάθε παίκτης ρίχνει από ένα τραπουλόχαρτο στο τραπέζι και το σύνολο αυτων των τραπουλόχαρτων
- δεν έχεις παίξει ακόμα σε αυτήν τη χαρτωσια
- πήρε την τελευταία χαρτωσιά