χολεριασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χολεριασμένος < χολεριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
χολεριασμένος, -η, -ο
- μετοχή του παθητικού ενεστώτα του χολεριάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
χολεριασμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χολεριασμένος
|