χολεριασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολεριασμένος η χολεριασμένη το χολεριασμένο
      γενική του χολεριασμένου της χολεριασμένης του χολεριασμένου
    αιτιατική τον χολεριασμένο τη χολεριασμένη το χολεριασμένο
     κλητική χολεριασμένε χολεριασμένη χολεριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολεριασμένοι οι χολεριασμένες τα χολεριασμένα
      γενική των χολεριασμένων των χολεριασμένων των χολεριασμένων
    αιτιατική τους χολεριασμένους τις χολεριασμένες τα χολεριασμένα
     κλητική χολεριασμένοι χολεριασμένες χολεριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χολεριασμένος < χολεριάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

χολεριασμένος, -η, -ο

Μετοχή[επεξεργασία]

χολεριασμένος, -η, -ο

  • αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

* χολερόβλητος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]