χορταρένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χορταρένιος | η | χορταρένια | το | χορταρένιο |
γενική | του | χορταρένιου | της | χορταρένιας | του | χορταρένιου |
αιτιατική | τον | χορταρένιο | τη | χορταρένια | το | χορταρένιο |
κλητική | χορταρένιε | χορταρένια | χορταρένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χορταρένιοι | οι | χορταρένιες | τα | χορταρένια |
γενική | των | χορταρένιων | των | χορταρένιων | των | χορταρένιων |
αιτιατική | τους | χορταρένιους | τις | χορταρένιες | τα | χορταρένια |
κλητική | χορταρένιοι | χορταρένιες | χορταρένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xoɾ.taˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χορ‐τα‐ρέ‐νιος
Επίθετο[επεξεργασία]
χορταρένιος, -α, -ο
- που είναι φτιαγμένος, κατασκευασμένος από χόρτα, και χορτάρινος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χορταρένιος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χορταρένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ένιος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)