χρωμολιθογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρωμολιθογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromolithographie < αρχαία ελληνική χρῶμα + λίθος + γράφω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρωμολιθογραφία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χρώμα, λιθογραφία, λίθος και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρωμολιθογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)