χτενισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χτενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χτενίζω, χτενίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
χτενισμένος, -η, -ο
- που έχει χτενιστεί
- που τον έχουν χτενίσει
- (μεταφορικά) για κείμενο που το έχουν επεξεργαστεί γλωσσικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χτενισμένος
|