ψιλομεθυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψιλομεθυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψιλομεθάω. Μορφολογικά αναλύεται σε ψιλο- + μεθυσμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
ψιλομεθυσμένος, -η, -ο
- ελαφρά μεθυσμένος