ψωλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψωλός | οἱ | ψωλοί |
γενική | τοῦ | ψωλοῦ | τῶν | ψωλῶν |
δοτική | τῷ | ψωλῷ | τοῖς | ψωλοῖς |
αιτιατική | τὸν | ψωλόν | τοὺς | ψωλούς |
κλητική ὦ! | ψωλέ | ψωλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψωλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψωλός < ψάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψωλός αρσενικό
- που έχει κάνει περιτομή
- κἄν γε τουτῳί, / ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου. (Αριστοφάνης, Ιππείς, 964)
- (μεταφορικά) ασελγής, λάγνος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)