λάγνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λάγνος | η | λάγνη & λάγνα |
το | λάγνο |
| γενική | του | λάγνου | της | λάγνης & λάγνας |
του | λάγνου |
| αιτιατική | τον | λάγνο | τη | λάγνη & λάγνα |
το | λάγνο |
| κλητική | λάγνε | λάγνη & λάγνα |
λάγνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λάγνοι | οι | λάγνες | τα | λάγνα |
| γενική | των | λάγνων | των | λάγνων | των | λάγνων |
| αιτιατική | τους | λάγνους | τις | λάγνες | τα | λάγνα |
| κλητική | λάγνοι | λάγνες | λάγνα | |||
| Κατηγορία όπως «λάγνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λάγνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λάγνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈla.ɣnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐γνος
Επίθετο
[επεξεργασία]λάγνος, -η/-α, -ο
- (για πρόσωπο) που καταλαμβάνεται από ή ρέπει προς τη λαγνεία
- που δείχνει λαγνεία, ερωτικός, ερωτιάρικος, ηδυπαθής
λάγνο βλέμμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- λάγνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λάγνος | ἡ | λάγνη | τὸ | λάγνον |
| γενική | τοῦ | λάγνου | τῆς | λάγνης | τοῦ | λάγνου |
| δοτική | τῷ | λάγνῳ | τῇ | λάγνῃ | τῷ | λάγνῳ |
| αιτιατική | τὸν | λάγνον | τὴν | λάγνην | τὸ | λάγνον |
| κλητική ὦ! | λάγνε | λάγνη | λάγνον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λάγνοι | αἱ | λάγναι | τὰ | λάγνᾰ |
| γενική | τῶν | λάγνων | τῶν | λάγνων | τῶν | λάγνων |
| δοτική | τοῖς | λάγνοις | ταῖς | λάγναις | τοῖς | λάγνοις |
| αιτιατική | τοὺς | λάγνους | τὰς | λάγνᾱς | τὰ | λάγνᾰ |
| κλητική ὦ! | λάγνοι | λάγναι | λάγνᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάγνω | τὼ | λάγνᾱ | τὼ | λάγνω |
| γεν-δοτ | τοῖν | λάγνοιν | τοῖν | λάγναιν | τοῖν | λάγνοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
[επεξεργασία]- λάγνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάγνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'λάγνος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης&1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'στρογγύλος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)