Μετάβαση στο περιεχόμενο

ύβρις

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὕβρις
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύβρις οι ύβρεις
      γενική της ύβρεως των ύβρεων
    αιτιατική την ύβριν
& ύβρη
τις ύβρεις
     κλητική ύβρις ύβρεις
Δείτε επίσης, την ύβρη και την αρχαία κλίση «ἡ ὕβρις».
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ύβρις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὕβρις[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.vɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύβρις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ύβρις θηλυκό

  1. (λόγιο) βρισιά
    ξεστόμισε ύβρεις που δεν είχαν ξανακουστεί μέσα στο κοινοβούλιο
     δείτε τις λέξεις  βρισιά, χριστοπαναγία (οικείο), μπινελίκι (λαϊκότροπο), γαμωσταυρίδια (χυδαίο)
  2. (στην αρχαία ελληνική γραμματεία) η αλαζονεία, η περιφρόνηση του μέτρου, των θεών
    άλλη μορφή: ύβρη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη υβρίζω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

αρχαία ελληνικά:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]