ἀγάλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγάλαξ | οἱ/αἱ | ἀγάλακτες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀγάλακτος | τῶν | ἀγαλάκτων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀγάλακτῐ | τοῖς/ταῖς | ἀγάλαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγάλακτᾰ | τοὺς/τὰς | ἀγάλακτᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀγάλαξ | ἀγάλακτες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγάλακτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαλάκτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀγάλαξ αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]σημασία: ομογάλακτος με άλφα αθροιστικό
- ἁγάλαξ (με δασεία, ἁ- αθροιστικό)
- ἀγαλάκτης
- ἀγάλακτος (με ψιλή, ἀ- αθροιστικό)
- ἀγαλακτοσύνη (συγγένεια)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀγάλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἄναξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄναξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄναξ' κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄναξ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀ- (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)