ἀγάλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁγάλαξ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀγάλαξ οἱ/αἱ ἀγάλακτες
      γενική τοῦ/τῆς ἀγάλακτος τῶν ἀγαλάκτων
      δοτική τῷ/τῇ ἀγάλακτ τοῖς/ταῖς ἀγάλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγάλακτ τοὺς/τὰς ἀγάλακτᾰς
     κλητική ! ἀγάλαξ ἀγάλακτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγάλακτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγαλάκτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄναξ' όπως «ἄναξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγάλαξ < ἀ- στερητικό + γάλα, γάλακτ- +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγάλαξ αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

σημασία: ομογάλακτος με άλφα αθροιστικό

Πηγές[επεξεργασία]