ἀγχίαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αγχίαλος, Ἀγχίαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀγχίαλος ἀγχιάλη
ἀγχίαλος
τὸ ἀγχίαλον
      γενική τοῦ ἀγχιάλου τῆς ἀγχιάλης
ἀγχιάλου
τοῦ ἀγχιάλου
      δοτική τῷ ἀγχιάλ τῇ ἀγχιάλ
ἀγχιάλ
τῷ ἀγχιάλ
    αιτιατική τὸν ἀγχίαλον τὴν ἀγχιάλην
ἀγχίαλον
τὸ ἀγχίαλον
     κλητική ! ἀγχίαλε ἀγχιάλη
ἀγχίαλε
ἀγχίαλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀγχίαλοι αἱ ἀγχίαλαι
ἀγχίαλοι
τὰ ἀγχίαλ
      γενική τῶν ἀγχιάλων τῶν ἀγχιάλων
ἀγχιάλων
τῶν ἀγχιάλων
      δοτική τοῖς ἀγχιάλοις ταῖς ἀγχιάλαις
ἀγχιάλοις
τοῖς ἀγχιάλοις
    αιτιατική τοὺς ἀγχιάλους τὰς ἀγχιάλᾱς
ἀγχιάλους
τὰ ἀγχίαλ
     κλητική ! ἀγχίαλοι ἀγχίαλαι
ἀγχίαλοι
ἀγχίαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγχιάλω τὼ ἀγχιάλ
ἀγχιάλω
τὼ ἀγχιάλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγχιάλοιν τοῖν ἀγχιάλαιν
ἀγχιάλοιν
τοῖν ἀγχιάλοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγχίαλος < ἄγχι + ἅλς

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀγχίαλος, -ος/-η, -ον

  1. που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 640 (638-640)
    Αἰτωλῶν δ᾽ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός, | οἳ Πλευρῶν᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην | Χαλκίδα τ᾽ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν·
    Των Αιτωλών ήτο αρχηγός ο Ανδραιμονίδης Θόας· | τους έστειλ᾽ η ακρόγιαλη Χαλκίς και η Πυλήνη, | η Ώλενος και ο Πλευρών, και η Καλυδών πετρώδης·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (για νησιά) που περιβάλλεται από θάλασσα
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 135 (134-135)
    Τελαμώνιε παῖ, τῆς ἀμφιρύτου | Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου,
    • Τελαμώνιε γιε, βασιλιά | της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας,
      Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    • Γιε του Τελαμώνα, που έχεις θρόνο | πλάι στο γιαλό της κυματόζωστης Σαλαμίνας,
      Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος @greek-language.gr

Πηγές[επεξεργασία]