ἀπολογητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀπολογητικός < ἀπολογέομαι / ἀπολογοῦμαι
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀπολογητικός
- που είναι κατάλληλος για υπεράσπιση, για απολογία, υπερασπιστικός, απολογητικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ἀπολογέομαι και λέγω
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)