ἀπολογητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: απολογητικός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπολογητικός ἀπολογητική τὸ ἀπολογητικόν
      γενική τοῦ ἀπολογητικοῦ τῆς ἀπολογητικῆς τοῦ ἀπολογητικοῦ
      δοτική τῷ ἀπολογητικ τῇ ἀπολογητικ τῷ ἀπολογητικ
    αιτιατική τὸν ἀπολογητικόν τὴν ἀπολογητικήν τὸ ἀπολογητικόν
     κλητική ! ἀπολογητικέ ἀπολογητική ἀπολογητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπολογητικοί αἱ ἀπολογητικαί τὰ ἀπολογητικᾰ́
      γενική τῶν ἀπολογητικῶν τῶν ἀπολογητικῶν τῶν ἀπολογητικῶν
      δοτική τοῖς ἀπολογητικοῖς ταῖς ἀπολογητικαῖς τοῖς ἀπολογητικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀπολογητικούς τὰς ἀπολογητικᾱ́ς τὰ ἀπολογητικᾰ́
     κλητική ! ἀπολογητικοί ἀπολογητικαί ἀπολογητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπολογητικώ τὼ ἀπολογητικᾱ́ τὼ ἀπολογητικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀπολογητικοῖν τοῖν ἀπολογητικαῖν τοῖν ἀπολογητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπολογητικός < ἀπολογέομαι / ἀπολογοῦμαι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπολογητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]