ἀρχιμανδρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρχιμανδρίτης | οἱ | ἀρχιμανδρῖται | ||||
γενική | τοῦ | ἀρχιμανδρίτου | τῶν | ἀρχιμανδριτῶν | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀρχιμανδρίτην | τοὺς | ἀρχιμανδρίτας | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχιμανδρῖτα | ἀρχιμανδρῖται | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀρχιμανδρίτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχιμανδρίτης < ἀρχι- + μάνδρ(α) (μονή) + -ίτης[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρχιμανδρίτης αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) αρχιμανδρίτης
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Corpus iuris civilis (Ιουστινιάνειος Κώδικας). Επιμ. Beck. Τόμος 2.2.1. Λειψία, 1836
- […] εἴτε μητροπολῖται, εἴτε ἐπίσκοποι ὦσιν, εἴτε ἀρχιμανδρῖται, εἴτε ὀρφανοτρόφοι, ἢ ξενοδόχοι, ἢ νοσοκόμοι, ἢ ἄλλων εὐαγῶν οἴκων διοικηταί
- ※ 6ος αιώνας ⌘ Corpus iuris civilis (Ιουστινιάνειος Κώδικας). Επιμ. Beck. Τόμος 2.2.1. Λειψία, 1836
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρχιμανδρίτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- αρχιμανδρίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.234 Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀρχίμανδρος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρχιμανδρίτης | οἱ | ἀρχιμανδρῖται | ||||
γενική | τοῦ | ἀρχιμανδρίτου | τῶν | ἀρχιμανδριτῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἀρχιμανδρίτῃ | τοῖς | ἀρχιμανδρίταις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀρχιμανδρίτην | τοὺς | ἀρχιμανδρίτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχιμανδρῖτᾰ | ἀρχιμανδρῖται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιμανδρίτᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιμανδρίταιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρχιμανδρίτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) διοικητής, επόπτης μονής
- ※ 4ος κε αιώνας Ἀκάκιος καὶ Παῦλος (Acacius et Paulus), Epistula ad Epiphanium, ⌘PG Επιμ:Migne, 153.13
- Ἐπιστολή γραφεῖσα ἐν τῷ ἐνενηκοστῷ δευτέρῳ ἔτει τῆς Διοκλητιανοῦ βασιλείας […] Παρὰ Ἀκακίου καὶ Παύλου πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιμανδριτῶν, τουτέστι πατέρων μοναστηρίων
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Epistulae ad Castorem, @catholiclibrary.org
- Καὶ ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας παρακαλῶν ἐδέχθη παρὰ τοῦ ἀρχιμανδρίτου, ὃς παραδίδωσιν αὐτῷ ὡς γέροντι, καὶ εἰς μηδὲν ἄλλο χρησιμεύοντι, τὴν τοῦ κήπου φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν, μετὰ καὶ ἄλλου ἀδελφοῦ, ᾧτινι ὑποτασσόμενος τὴν περιπόθητον αὐτῷ ταπεί νωσιν καὶ ὑπακοὴν ἐξετέλει.
- ※ 4ος κε αιώνας Ἀκάκιος καὶ Παῦλος (Acacius et Paulus), Epistula ad Epiphanium, ⌘PG Επιμ:Migne, 153.13
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρχιμανδρίτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἀρχιμανδρίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἀρχι- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αξιώματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από νόμους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἀρχι- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (ελληνιστική κοινή)
- Αξιώματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)