ἀσκητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασκητής, Ασκητής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσκητής οἱ ἀσκηταί
      γενική τοῦ ἀσκητοῦ τῶν ἀσκητῶν
      δοτική τῷ ἀσκητ τοῖς ἀσκηταῖς
    αιτιατική τὸν ἀσκητήν τοὺς ἀσκητᾱ́ς
     κλητική ! ἀσκητᾰ́ ἀσκηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσκητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀσκηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀσκητής < ἀσκέω + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀσκητής, -οῦ αρσενικό

  1. που ασκεί οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα
    ※  Επιγραφή από την Αττική. IG II² 11140 @epigraphy.packhum.org
    ἐνθάδε Διάλογος καθαρῷ πυρὶ γυῖα καθήρας
    ἀσκητὴς σοφίης ᾤχετ’ ἐς ἀθανάτους.
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 5.11 @scaife.perseus
    ἀλλʼ ἐπείπερ σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων, ἴωμεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, οὓς ἐγὼ σαφῶς ἐπίσταμαι ἰδιώτας ὄντας ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι.
  2. αθλητής, αυτός που εξασκείται για την παλαίστρα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 404c
    Οὐδὲ μὴν ἡδυσμάτων, ὡς ἐγᾦμαι, Ὅμηρος πώποτε ἐμνήσθη. ἢ τοῦτο μὲν καὶ οἱ ἄλλοι ἀσκηταὶ ἴσασιν, ὅτι τῷ μέλλοντι σώματι εὖ ἕξειν ἀφεκτέον τῶν τοιούτων ἁπάντων; Καὶ ὀρθῶς γε, ἔφη, ἴσασί τε καὶ ἀπέχονται.
    Και αρτυμένα φαγιά όμως νομίζω πως δεν αναφέρει πουθενά ο Όμηρος. Ή αυτό τουλάχιστο το γνωρίζουν και οι κοινοί αθληταί, πως όποιος θέλει να είναι καλά στο σώμα πρέπει να τα αποφεύγει αυτά; Πραγματικώς το γνωρίζουν και καλά κάνουν που τ᾽ αποφεύγουν.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 585 (582-586)
    ὁ Ζεὺς δήπου πένεται, καὶ τοῦτ᾽ ἤδη φανερῶς σε διδάξω. | εἰ γὰρ ἐπλούτει, πῶς ἂν ποιῶν τὸν Ὀλυμπικὸν αὐτὸς ἀγῶνα | ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας ἀεὶ δι᾽ ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, | ἀνεκήρυττεν τῶν ἀσκητῶν τοὺς νικῶντας στεφανώσας | κοτίνου στεφάνῳ; καίτοι χρυσῷ μᾶλλον ἐχρῆν, εἴπερ ἐπλούτει.
    θ᾽ αποδείξω πως είναι φτωχούλης ο Δίας, φως φανάρι. | Γιατί, πες μου, μαζεύει τους Έλληνες στην Ολυμπία | κάθε τέσσερα χρόνια απ᾽ ολούθες και στους νικητάδες | των αγώνων στεφάνι χαρίζει αγριλιάς; Αν πλουτούσε, θα τους έδινε μαλαματένιο.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  3. (ελληνιστική σημασία) ερημίτης, μοναχός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]