ἁγισμός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἁγισμός | οἱ | ἁγισμοί | ||||
γενική | τοῦ | ἁγισμοῦ | τῶν | ἁγισμῶν | ||||
δοτική | τῷ | ἁγισμῷ | τοῖς | ἁγισμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | ἁγισμόν | τοὺς | ἁγισμούς | ||||
κλητική ὦ! | ἁγισμέ | ἁγισμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁγισμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁγισμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἁγισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁγίζω, ἁγισ- + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἁγισμός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του ἐναγισμός, το αφιέρωμα προς τους νεκρούς, η προσφορά θυσίας σε αυτούς
- ※ 1ος αιώνας πκε ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης Βιβλιοθήκη Ἱστορική , 4.39
- διόπερ ὡς ἥρωι ποιήσαντες ἁγισμοὺς καὶ χώματα κατασκευάσαντες […]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἁγισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -μός (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)