ἄμβιξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀμβῑκ-
ονομαστική ἄμβιξ οἱ ἄμβικες
      γενική τοῦ ἄμβικος τῶν ἀμβίκων
      δοτική τῷ ἄμβικ τοῖς ἄμβιξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἄμβικ τοὺς ἄμβικᾰς
     κλητική ! ἄμβιξ ἄμβικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄμβικε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμβίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄμβιξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄμβιξ αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]