Ἀθανάσιος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀθανάσιος | οἱ | Ἀθανάσιοι | ||||
γενική | τοῦ | Ἀθανασίου | τῶν | Ἀθανασίων | ||||
δοτική | τῷ | Ἀθανασίῳ | τοῖς | Ἀθανασίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἀθανάσιον | τοὺς | Ἀθανασίους | ||||
κλητική ὦ! | Ἀθανάσιε | Ἀθανάσιοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀθανασίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀθανασίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ἀθανάσιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀθανασί(α) + -ος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἀθανάσιος, -ου αρσενικό
Απόγονοι
[επεξεργασία]Ἀθανάσιος (ελληνιστική κοινή)
- ⇘ νέα ελληνικά: Αθανάσιος > Θανάσης → δείτε και το επώνυμο Αθανασίου
- ↷ λατινικά: Athanasius
Πηγές
[επεξεργασία]- Ἀθανάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἀθανάσιος@LGPN - Lexicon of Greek Personal Names online [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) ονομάτων] (στα αγγλικά), εκδόσεις από το 1972, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ανδρικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)