Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ἀθανάσιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αθανάσιος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀθανάσιος οἱ Ἀθανάσιοι
      γενική τοῦ Ἀθανασίου τῶν Ἀθανασίων
      δοτική τῷ Ἀθανασί τοῖς Ἀθανασίοις
    αιτιατική τὸν Ἀθανάσιον τοὺς Ἀθανασίους
     κλητική ! Ἀθανάσιε Ἀθανάσιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀθανασίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀθανασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀθανάσιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀθανασί(α) + -ος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀθανάσιος, -ου αρσενικό

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Ἀθανάσιος (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: Αθανάσιος > Θανάσης  δείτε και το επώνυμο Αθανασίου
λατινικά: Athanasius