ἐκπεπτωκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ἐκπεπτωκώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ἐκπέπτωκα) του ρήματος ἐκπίπτω
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λελυκώς' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού παρακειμένου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)