ἐκπεπτωκώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐκπεπτωκώς ἐκπεπτωκυῖᾰ τὸ ἐκπεπτωκός
      γενική τοῦ ἐκπεπτωκότος τῆς ἐκπεπτωκυίᾱς τοῦ ἐκπεπτωκότος
      δοτική τῷ ἐκπεπτωκότ τῇ ἐκπεπτωκυίᾳ τῷ ἐκπεπτωκότ
    αιτιατική τὸν ἐκπεπτωκότ τὴν ἐκπεπτωκυῖᾰν τὸ ἐκπεπτωκός
     κλητική ! ἐκπεπτωκώς ἐκπεπτωκυῖᾰ ἐκπεπτωκός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐκπεπτωκότες αἱ ἐκπεπτωκυῖαι τὰ ἐκπεπτωκότ
      γενική τῶν ἐκπεπτωκότων τῶν ἐκπεπτωκυιῶν τῶν ἐκπεπτωκότων
      δοτική τοῖς ἐκπεπτωκόσῐ(ν) ταῖς ἐκπεπτωκυίαις τοῖς ἐκπεπτωκόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐκπεπτωκότᾰς τὰς ἐκπεπτωκυίᾱς τὰ ἐκπεπτωκότ
     κλητική ! ἐκπεπτωκότες ἐκπεπτωκυῖαι ἐκπεπτωκότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκπεπτωκότε τὼ ἐκπεπτωκυίᾱ τὼ ἐκπεπτωκότε
      γεν-δοτ τοῖν ἐκπεπτωκότοιν τοῖν ἐκπεπτωκυίαιν τοῖν ἐκπεπτωκότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ἐκπεπτωκώς, -υῖα, -ός