ἐφιάλτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἐφιάλτης, εφιάλτης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐφιάλτης οἱ ἐφιάλται
      γενική τοῦ ἐφιάλτου τῶν ἐφιαλτῶν
      δοτική τῷ ἐφιάλτ τοῖς ἐφιάλταις
    αιτιατική τὸν ἐφιάλτην τοὺς ἐφιάλτᾱς
     κλητική ! ἐφιάλτ ἐφιάλται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφιάλτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐφιάλταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού Ἐφιάλται.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐφιάλτης < λείπει η ετυμολογία Πιθανώς < αιολικός τύποςἐπιάλτης < ἐπί + ἅλλομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐφιάλτης αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) που πηδά πάνω σε κάποιον
  2. που πνίγει
  3. στομαχική πάθηση
  4. βραχνάς
  5. εφιάλτης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]