ὁμότριχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ὁμότρῐχ- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁμότριχος | τὸ | ὁμότριχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὁμοτρίχου | τοῦ | ὁμοτρίχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὁμοτρίχῳ | τῷ | ὁμοτρίχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁμότριχον | τὸ | ὁμότριχον | ||
κλητική ὦ! | ὁμότριχε | ὁμότριχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὁμότριχοι | τὰ | ὁμότριχᾰ | ||
γενική | τῶν | ὁμοτρίχων | τῶν | ὁμοτρίχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὁμοτρίχοις | τοῖς | ὁμοτρίχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὁμοτρίχους | τὰ | ὁμότριχᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὁμότριχοι | ὁμότριχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοτρίχω | τὼ | ὁμοτρίχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοτρίχοιν | τοῖν | ὁμοτρίχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁμότριχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ὁμόθριξ στον Ησύχιο
- ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ο
- <ὁμόπτεροι>: ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, ὁμοῦ ηὐξημένοι
Πηγές[επεξεργασία]
- ὁμότριχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ὁμό- (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)