Bett

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Bett die Betten
γενική des Betts
Bettes
der Betten
δοτική dem Bett
Bette
den Betten
αιτιατική das Bett die Betten

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bett < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική bette < παλαιά άνω γερμανική betti [1] [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɛt/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Bett (de) ουδέτερο

  1. το κρεβάτι
    Dieses Bett ist so bequem, dass ich den ganzen Tag hier schlafen könnte!
    Αυτό το κρεβάτι είναι τόσο άνετο, που θα μπορούσα να κοιμάμαι εδώ όλη μέρα!
  2. (γεωγραφία) η κοίτη του ποταμιού

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Bett στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Bett - Duden online.
  2. Bett - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).